- αμπροσταίνω
- αμπροστερεύω μετ. обгонять;
§ άμα μανίσει ο γάιδαρος αμπροστερεύει τ· άλογο — посл, взбесившийся осёл лошадь обгоняет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ άμα μανίσει ο γάιδαρος αμπροστερεύει τ· άλογο — посл, взбесившийся осёл лошадь обгоняет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.